Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον,
το κλασικό αριστούργημα του Richard Bach,
είναι ένα από τα ελάχιστα βιβλία που έμειναν
στην πρώτη θέση της λίστας best
seller
των New York Times για δύο συνεχόμενα χρόνια.
Ἦταν πρωὶ κι ὁ καινούργιος ἥλιος
λαμπύριζε χρυσαφένιος πάνω
στοὺς
κυματισμοὺς μιᾶς ἤρεμης θάλασσας.
Ἕνα μίλι ἀπ᾿ τὴν ἀκτή,
μιὰ ψαρόβαρκα ἔπαιζε μὲ τὸ νερό,
καὶ τὸ σύνθημα
νὰ μαζευτεῖ τὸ σμῆνος γιὰ πρόγευμα
πέρασε σὰν ἀστραπὴ στὸν ἀέρα,
καὶ τότε ἕνα
σύννεφο ἀπὸ χίλιους γλάρους
ἦρθε νὰ παλέψει πονηρὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει
κάποια
κομμάτια τροφῆς.
Ἄρχιζε μιὰ καινούργια μέρα γεμάτη δουλειά.
Πολὺ πιὸ πέρα ὅμως,
ὁλομόναχος,
πετώντας μακριὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα καὶ τὴν ἀκτή,
ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον
Γλάρος
συνέχιζε τὶς ἀσκήσεις του.
Ἀπὸ ὕψος ἑκατὸ πόδια, ψηλὰ στὸν οὐρανό,
χαμήλωσε τὰ παλαμωτά του πόδια,
σήκωσε τὸ ράμφος του καὶ πάσχισε
νὰ ἐπιβάλει στὰ
φτερά του μιὰ ὀδυνηρή,
δύσκολη, στριφτὴ καμπύλη.
Μιὰ τέτοια καμπύλη τοῦ ἐπέτρεπε
νὰ πετάξει
μὲ μικρὴ ταχύτητα καὶ τώρα πετοῦσε
ὅλο καὶ πιὸ ἀργὰ ὥσπου ὁ ἄνεμος
ἔγινε
ἕνα ψιθύρισμα στὸ πρόσωπό του,
ὥσπου τὸ πέλαγο στάθηκε ἀκίνητο κάτω.
Στένεψε τὰ
μάτια του
σὲ ἐντατικὴ αὐτοσυγκέντρωση,
κράτησε τὴν ἀνάσα του,
μὲ δύναμη θέλησε
νὰ δώση... ἕνα...
ἀκόμα... ἑκατοστό... κλίσης... στὴν καμπύλη.
Ὕστερα τὰ φτερά
του ζάρωσαν,
ἔχασε τὸν ἔλεγχο κι᾿ ἔπεσε.
Οἱ γλάροι, ὅπως ξέρετε,
δὲν χάνουν ποτὲ τὴ σταθερότητα,
δὲν χάνουν ποτὲ
τὸν ἔλεγχό τους.
Νὰ χάσουν τὸν ἔλεγχο τῆς πτήσης τους
εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ντροπή,
εἶναι ἐξευτελισμός.
Ὅμως ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος,
ποὺ δίχως ντροπὴ ἅπλωσε
ξανὰ τὶς
φτεροῦγες του πετώντας
στὴν ἴδια κείνη τρεμάμενη δύσκολη καμπύλη
- ὅλο καὶ πιὸ ἀργά,
πιὸ ἀργὰ
καὶ πάλι χάνοντας τὸν ἔλεγχό του
- δὲν ἦταν ἕνα κοινὸ πουλί.
Οἱ περισσότεροι γλάροι δὲ νοιάζονται
νὰ μάθουν παρὰ μόνο τὰ πιὸ βασικὰ
πράγματα
γιὰ τὸ πέταγμα — πῶς νὰ πετοῦν ἀπ᾿ τὴν ἀκτή
στὴν τροφή τους καὶ πίσω
πάλι.
Γιὰ τοὺς περισσότερους γλάρους
σημασία δὲν ἔχει τὸ πέταγμα,
ἀλλὰ τὸ
φαγητό.
Γιὰ τοῦτον, ὅμως, τὸ γλάρο σημασία
δὲν εἶχε τὸ φαγητό, ἀλλὰ τὸ πέταγμα.
Πάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο,
ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος
ἀγαποῦσε νὰ πετάει.
Richard Bach -
Jonathan Livingston Seagull, a story. 1970
It was morning,
and the new sun sparkled gold across
the ripples
of a gentle sea.
A mile from shore a fishing boat
chummed the water,
and the word for
Breakfast Flock
flashed through the air,
till a crowd of a thousand seagulls
came to dodge and fight for bits of food.
It was another busy day beginning.
But way off alone, out by himself
beyond boat and shore,
Jonathan
Livingston Seagull was practicing.
A hundred feet in the sky he lowered
his
webbed feet, lifted his beak,
and strained to hold a painful hard
twisted curve
through his wings.
The curve meant that he would fly slowly,
and now he slowed
until the wind
was a whisper in his face,
until the ocean stood still beneath
him.
He narrowed his eyes in fierce concentration,
held his breath, forced one
... single
... more ... inch ... of ... curve ....
Then his feathers ruffled,
he stalled and fell.
Seagulls, as you know, never falter, never stall.
To stall in the air
is for them
disgraced and it is dishonor.
But Jonathan Livingston Seagull,
unashamed, stretching his wings
again
in that trembling hard curve - slowing, slowing,
and stalling once more - was
no ordinary bird.
Most gulls didn't bother to learn more
than the simplest facts of
flight - how to get
from shore to food and back again.
For most gulls, it is
not flying that matters,
but eating. For this gull, through,
it was not eating
that mattered, but flight.
More than anything else,
Jonathan Livingston Seagull
loved to fly.
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/prose/richard_bach
“Most gulls don’t bother to learn more than the simplest facts of flight – how to get from shore to food and back again”
― Richard Bach, Jonathan Livingston Seagull
‘Don’t believe what your eyes are telling you. All they show is
limitation. Look with your understanding’.
Jonathan Livingston Seagull
https://mikehawkey.com/tag/jonathan-livingston-seagull/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου